Τέτοιες ημέρες ακριβώς πριν ένα χρόνο είχαμε επισκεφθεί τον πρωτοεμφανιζόμενο, στην χώρα μας, θεσμό του Taste of Athens. Και όσοι μας ακολουθείτε θα θυμάστε ότι ήμασταν ιδιαίτερα δυσαρεστημένοι με τα αρκετά, ομολογουμένως, κακώς κείμενα της διοργάνωσης (μπορείτε να το ξαναδιαβάσετε εδώ).
Επισκεφθήκαμε και φέτος την έκθεση και θα σας περιγράψουμε τις εντυπώσεις μας.
Θα ξεκινήσουμε από την αλλαγή του χώρου διεξαγωγής. Όσο και αν μας αρέσει το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, αποδείχθηκε εντελώς ακατάλληλο να φιλοξενήσει μια τέτοιου επιπέδου διοργάνωση, τουλάχιστον, όταν αυτή γίνεται στον εξωτερικό χώρο. Φέτος επιλέχθηκε το Ζάππειο και μάλιστα ο χώρος μπροστά από κτήριο του Μεγάρου.
Είναι πραγματικά μια βελτίωση σε σχέση με τη περσινή χρονιά, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κάποιος ότι τα σκαλάκια στην αρχή της πλατείας, στην είσοδο από την Βασιλίσσης Όλγας χρησιμοποιήθηκαν, πολύ έξυπνα, για να δημιουργήσουν ένα αμφιθέατρο, στο οποίο λάμβαναν μέρος οι ομιλίες των διάσημων σεφ που είχαν προσκληθεί επί τούτου.
Επίσης πολύ βολική αποδείχθηκε η επιλογή των ανθρώπων της διοργάνωσης να έχουν πολλαπλές εισόδους στον χώρο. Έτσι, από όπου και να φτάνατε στον χώρο, δεν θα χρειαζόταν να κάνετε τον κύκλο του Μεγάρου για να μπείτε (εκτός βέβαια εάν δεν είχατε προαγοράσει τα εισιτήρια σας).
Η επιλογή βέβαια της πλατείας μπροστά από το Μέγαρο είχε και τα αρνητικά του. Ο καιρός και πάλι έκανε τα δικά του: Παρασκευή πρωί έβρεχε και το βράδυ έκανε πολύ κρύο. Συνεπώς ή θα έπρεπε να διαλέξει η παραγωγή ένα κλειστό μέρος να γίνει, καθώς ο καιρός του Σεπτεμβρίου γενικά αποδεικνύεται άστατος ή να βρει κάποιο άλλο τριήμερο, με πιο καλοκαιρινό καιρό, να το κάνει.
Από την άλλη μεριά, αυτό που είχαμε επισημάνει πέρυσι, σχετικά με τα καθίσματα και με την fastfood απόλαυση ενός πιάτου υψηλής γαστρονομίας είχε κάπως βελτιωθεί. Σαφώς πολύ περισσότερα καθίσματα διαθέσιμα για τους επισκέπτες για να απολαύσουν τα φαγητά, τα οποία δυστυχώς δεν καλύπτονταν όλα από ομπρέλες, σε περίπτωση ακραίων καιρικών φαινομένων.
Συνεχίζουμε, αν και ίσως θα έπρεπε να είχαμε ξεκινήσει από εκεί, από την τιμή του εισιτηρίου. Νομίζουμε ότι 20 ευρώ είναι πολλά χρήματα για να μπεις σε μια τέτοια έκθεση. Πολλώ δε μάλλον αν αναλογιστεί κανείς ότι πέραν αυτών, ένας επισκέπτης θα πρέπει να δώσει αρκετά χρήματα για να αγοράσει πιάτα των 3 ή 6 ή 9 & 12 ευρώ. Και βέβαια, δεν θα προτείναμε ποτέ να είναι δωρεάν. Άλλωστε, η εμπειρία μας από άλλες παρόμοιες εκδηλώσεις, μας έχει δείξει ότι αυτό είναι εξαιρετικά λάθος. Αλλά σε κάθε περίπτωση ο κόσμος θα έπρεπε να εστιάσει στην δοκιμή και στην απόλαυση όσο το δυνατόν περισσότερων πιάτων. Θα ήταν πολύ προτιμότερο το εισιτήριο να ήταν 10 ευρώ και ο κόσμος να πάρει ένα πιάτο περισσότερο. Και όλα αυτά πρέπει να μπούνε στην μεγαλύτερη εικόνα ότι για να πας σε μια τέτοια γιορτή και να δοκιμάσεις έναν ικανό αριθμό πιάτων θα πρέπει αυτό να σου στοιχίσει το λιγότερο 40 ευρώ. Και αυτά χωρίς κρασί.
Συνεχίζοντας στα συν, βάζουμε την εξαιρετική ποιότητα κρασιών (αλλά βρε παιδιά, δοκιμάστε να βάλετε γυάλινα ποτήρια, έστω και με ένα μικρό αντίτιμο, το οποίο θα είναι σαν εγγύηση και θα επιστρέφεται στον κόσμο, με την επιστροφή του ποτηριού) και ποτών. Φέτος τα κρασιά τα είχαν αναλάβει η πολυαγαπημένη μας ομάδα του Oinosent, όμως υπήρχε και ξεχωριστό stand του Κτήματος Κώστα Λαζαρίδη, ενώ από ποτά μπορούσατε να βρείτε Ουίσκι Johhnie Walker και τζιν Tanqueray.
Επίσης μας άρεσε ιδιαίτερα που υπήρχαν και τα 4 σταντ από επαγγελματίες προμηθευτές. Είναι πολύ καλό να μαθαίνουν οι καταναλωτές ποιοί είναι οι προμηθευτές των εστιατορίων που προτιμούν, αλλά να παίρνουν και οι ίδιοι ιδέες που μπορούν να προμηθεύονται καταπληκτική πρώτη ύλη για τις δικές τους μαγειρικές δημιουργίες. Επίσης πολύ καλά τοποθετημένα και τα decks του Εn Lefko 87,7 που συντρόφεψαν μουσικά το τριήμερο. Και βέβαια, εξαιρετική ιδέα και ο χώρος στην είσοδο από την Βασιλίσσης Αμαλίας, αφιερωμένος στα παιδιά.
Τέλος, το VIP lounge μας άφησε μια πικρή γεύση. Παρόλο το κέρασμα ενός πολύ νόστιμου στρειδιού, καθώς μπαίναμε στον χώρο, και το μάθημα cocktail που πετύχαμε, δεν ξέρουμε αν ο συγκεκριμένος χώρος, όπως ήταν διαμορφωμένος, δικαιολογούσε τα επιπλέον 30 ευρώ, που απαιτούσε το extra εισιτήριο.
Κλείνοντας, νομίζουμε ότι σε γενικές γραμμές η διοργάνωση εμφάνισε σημάδια βελτίωσης.
Όμως κάπου εδώ θα θέλαμε να αναφέρουμε ότι fine dining δεν είναι μόνο το φαγητό, αλλά είναι μια ολοκληρωμένη εμπειρία, μια μυσταγωγία αν θέλετε, και την οποία δεν μπορείς να την νιώσεις σε μια ανοικτή πλατεία, με τραπεζάκια πικ νικ, χάρτινα ανακυκλώσιμα πιατάκια και μαχαιροπίρουνα και πλαστικά ποτήρια. Ίσως να χρειάζεται μια επαναξιολόγηση της εμπειρίας που προσφέρει η εκδήλωση.
Υ.Γ. Όπως είδατε δεν αναφερθήκαμε καθόλου στο κομμάτι φαγητού. Δεν είναι ο βασικός σκοπός αυτού του άρθρου άλλωστε. Πάντως, δοκιμάσαμε κάποια πιάτα, λίγα στον αριθμό, πεντανόστιμα όμως. Και εγγύηση για την νοστιμιά των πιάτων δεν είναι άλλη από την ποιότητα των εστιατορίων που συμμετέχουν στην εκδήλωση και η αντίστοιχη ποιότητα των σεφ.
Related Posts