Ως κλασσικοί, μανιώδεις foodies διαβάζουμε οτιδήποτε πέφτει στα χέρια μας και είναι συναφές με τα της γαστρονομίας (από νέους καταλόγους delivery, χαχαχαχαχαχα, μέχρι περιοδικά και βιβλία γαστρονομίας, αναρτήσεις και νέα σε γαστρονομικά blogs και sites, κ.α….).
Κάπως έτσι, πριν από περιπου δύο χρόνια, διαβάζαμε για πρώτη φορά για έναν νεαρό σεφ, τον Αλέξανδρο Τσιοτίνη, ο οποίος έμελλε τελικά να ταρακούνησει για τα καλά τα εγχώρια ύδατα της γαστρονομικής σκηνής. Λίγο το εντυπωσιακό βιογραφικό του, λίγο η επιμονή, το θάρρος και η τόλμη του να ανοίξει ένα γαστρονομικό εστιατόριο στην Αθήνα της κρίσης, σε πείσμα των καιρών και της απανταχού περιφερόμενης μιζέριας, μας τσίγλησαν για τα καλά το ενδιαφέρον να γνωρίσουμε τον ίδιο και την κουζίνα του…
Η τύχη το έφερε έτσι ώστε, λίγες μόλις ημέρες πριν, να καταφέρουμε να ικανοποιήσουμε τελικά αυτή μας την επιθυμία (η οποία εν τω μεταξύ είχε γιγαντωθεί αλλά και ενισχυθεί από προσδοκίες πολύ υψηλών προδιαγραφών, από αυτές που, αν τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως τα έχεις φανταστεί, κατακρημνίζονται με μιας στον καιάδα της απογοήτευσης!).
Με αφορμή, λοιπόν, τις Ημέρες Βραβευμένης Γαστρονομίας 2017 από το Αθηνόραμα βρεθήκαμε ένα απόγευμα Τρίτης στο CTC, ένα μάλλον απόμερο, μικρό (30 θέσεις), λιτό αλλά πολύ προσεγμένο, γαστρονομικό εστιατόριο, στημένο για να προβάλλει κάτω από το «ουδέτερο» φόντο του τα μικρά αριστουργήματα που βγαίνουν από την κουζίνα του.
Και κάπως έτσι άρχισε ένα ταξίδι αισθήσεων και παραισθήσεων, ένα παραμύθι με κύριο αφηγητή τον Αλέξανδρο και βασικούς πρωταγωνιστές τα χρώματα, τις υφές, τα αρώματα και μια τεράστια παλέτα γεύσεων, άλλων τόσο παλιών και γνώριμων που συγκινούν, ξυπνώντας βαθιά γραμμένες, σχεδόν παιδικές, γευστικές και όχι μόνο αναμνήσεις, και άλλων νέων, πρωτόγνωρων, από αυτές που σε ξαφνιάζουν ευχάριστα και σε πάνε λίγο (ή πολύ..) παραπέρα όσον αφορά στις αισθητηριακές σου δομές και υποδομές!!!
Το μενού περιελάμβανε συνολικά 9 πιάτα, τα οποία άλλοτε τα ευγενέστατα παιδιά του service και άλλοτε πάλι ο ίδιος ο σέφ παρουσίαζαν μπροστά μας, αλλάζοντας κάθε φορά το σκηνικό ( να πούμε εδώ ότι τα σκεύη σερβιρίσματος, πολλά, διαφορετικά και κάποιες φορές ανατρεπτικά.. συμμετείχαν ενεργά σε αυτή την τόσο καλοδουλεμένη παράσταση) έτσι ώστε να αναδεικνύονται/ εξυπηρετούνται καλύτερα οι επιμέρους σκηνές του γαστρονομικού αυτού σεναρίου.
Έτσι πρώτα παρουσιάστηκαν μπροστά μας το ψωμί με βότανα, καμμένο βούτυρο, ποπ-κορν χοιρινό και λάδι από σχοινόπρασο (χάρμα οφθαλμών αλλά και γεύσης με εκπληκτικές εναλλαγές υφών), το καψαλισμένο καλαμπόκι και το “καρύδι”, μια μικροσποπική μπουκιά σε σχήμα καρυδιού, που μέσα της “έκλεινε” την πιο καλοδουλεμένη σαλάτα ρόκα-παρμεζάνα πού έχω δοκιμάσει ποτέ!
Στη συνέχεια το σκηνικό αλλάζει και ξάφνου “προσγειώνεται” μπροστά μας ένα πορσελάνινο χέρι να “μας προσφέρει” chips από μελάνι σουπιάς με πουρέ ατζούγιας και μια πινελιά μους λεμόνι (λίγο creepy το σκηνικό, δεν λέω, η γεύση όμως απογειωτική με έντονη στο στόμα τη “θάλασσα” από το μελάνι της σουπιάς και μια επιθετική αλμύρα από την κρέμα ατζούγιας να σβήνει μαγικά στο τελείωμα από αυτή την μικρή αλλά θαυματουργή σταγόνα μους λεμονιού). Κάπου παραδίπλα, ένα ζουμπουρλουδικο ψωμάκι, ζυμωμένο με ξινόγαλο, σουσάμι και παπαρουνόσπορο, “ξαπλωμένο” δίπλα σε αφρό αλατιού , αποζητούσε προκλητικά να βουτηχτεί μέσα στο χρυσαφένιο, έξτρα παρθένο ελαιόλαδο Avalis!
Το σκηνικό παραμένει σταθερά θάλασσα και κάπου ανάμεσα σε άμμο, βότσαλα και κοχύλια έρχεται ένας τραχανάς με καπνιστά μύδια, φύκια wakame και έναν αφρό θάλασσας (γεύση πολυεπίπεδη, βαθιά και μεστή με την στεριά και την θάλασσα να συναντιούνται σε ένα μοναδικό πάντρεμα).
Και ξαφνικά μέσα από ένα ηφαιστειακό κρατήρα (κάπου εκεί παρέπεμπε το σκεύος σερβιρίσματος) μια κατακίτρινη λάβα από βελουτέ καλαμποκιού, αρωματισμένη με αστακό και αφρό από τρούφα και περγαμόντο ερχόταν να συγκλονίσει τον ουρανίσκο σου και να συναντηθεί με ένα ψωμάκι ζυμωμένο με ελαιόλαδο και μελάνι σουπιάς!!!
Με σταθερή αναφορά στην θάλασσα, μας παρουσιάζεται ένα σκεύος (κάτι σαν τις μαμαδίστικες παλιές μπιζουτιέρες) στο καπάκι του οποίου είναι τοποθετημένα chips από καλαμάρι δίπλα σε μια μαγιονέζα από μελάνι και τσορίθο!!! Και το κουτί ανοίγει και μέσα αποκαλύπτεται και έτερος θησαυρός… ταλιατέλες καλαμαριού σε μια κονσομέ καλαμάρι-μπέικον (ενδιαφέρον ο συνδυασμός – ίσως;;; – λίγο πιο αλμυρός από ότι θα ήθελα, με αποτέλεσμα να μου σκεπάζει κάποιες πτυχές της γευστικής παλέτας της συνολικής σύνθεσης).
Σιγά-σιγά τα πιάτα, αρχίζουν να μοιάζουν λίγο περισσότερο με κλασσικά (;;;) σκεύη σερβιρίσματος και όχι με φουτουριστικά έργα τέχνης και φέρνουν μπροστά μας αρχικά ένα μυλοκόπι με κρούστα λιαστής ντομάτας, φάβα και ένα εκπληκτικό ριζότο από φάβα και τσορίθο (με μια συγκλονιστικά γεώδη υφή και γεύση, τί ωραία ιδέα…) που ολοκληρώνεται με ένα αφρό από αγριομάραθο! Το συνοδευτικό ψωμάκι από ζέα, λεμόνι, τζίντζερ και καρύδια απλά το απογειώνει!!!
Και το story συνεχίζεται με έναν σιγοψημμένο αρνίσιο λαιμό με πουρέ αγγινάρας, τηγανίτα από ξινόχοντρο, αγγινάρα κονφί και σποτ κρέμας μυρωδικών. Ένα πολύ στιβαρό πιάτο όπου το πλούσιο σε λίπος αρνί (ψημμένο αριστοτεχνικά) “φρέσκαρε” ιδανικά από την αρωματική και ευχάριστα υπόπικρη γεύση της αγγινάρας (αρνί με αγγινάρες: πόση σοφία κρύβεται πίσω από αυτόν το κλασσικό συνδυασμό της παραδοσιακής, ελληνικής κουζίνας!) και προσγειωνόταν αρμονικά πάνω σε μια τηγανίτα του πιο μαμαδίστικου και comfort food ever, του αγαπημένου μας τραχανά. Πραγματικό έπος.
Κλείνοντας σιγά –σιγά και πριν περάσουμε στο γλυκό, ένα σορμπέ λεμόνι με ζελεδάκια λεμονιού και πέστο εστραγκόν που μας σερβιρίστηκε ως Pre-Dessert, είχε την ιδανική, θρασειά αλλά όχι επιθετική οξύτητα και πικράδα που χρειαζόταν για να καθαρίσει τον ουρανίσκο μας από τις πρόσφατες γευστικές περιπλανήσεις και να τον προετοιμάσει για να (υπό)δεχτεί το γλυκό που ακολουθούσε…
Μια ναμελάκα λευκής σοκολάτας με καραμελωμένα κόκκινα φρούτα (αρκετά γλυκό, σχεδόν λιγωτικό, τουλάχιστον για τα δικά μου γούστα) που ισορροπούσε όμως ικανοποιητικά από ένα αιθέριο σορμπέ γιαουρτιού – βιολέτας και μαρέγκες βιολέτας που τελικά έδιναν στο γλυκό ένα πιο φινετσάτο και αέρινο χαρακτήρα, σαν από άγγιγμα κάποιου Αερικού….
Και επειδή όλα τα παραμύθια έχουν ωραίο τέλος, για κλείσιμο φάγαμε (ναι, ναι καλά διαβάσετε) ένα δροσερό (με έντονη την δροσιστική φρεσκάδα του δυόσμου) mojito, σερβιρισμένο σε μορφή macaron που μας ζητούσε να αποκρυπτογραφήσουμε μια μικρή περίληψη των όσων ζήσαμε τις προηγούμενες ώρες (κωδικός QR αποτυπωμένος με μεταξοτυπία πάνω σε μια μικρή πλάκα λευκής σοκολάτας που «αποκάλυπτε» το ηλεκτρονικό αρχείο με όλο το μενού της ημέρας!).
Λες κ ήταν ποτέ δυνατόν να το ξεχάσουμε….
Φυσικά ένα εστιατόριο με πιάτα τέτοιου βεληνεκούς πρέπει να έχει και τον ανάλογο κατάλογο ποτών που ν’ απογειώνουν την γευστική εμπειρία. Με χαρά διαπιστώσαμε ότι το…κελάρι του CTC είναι καλά εφοδιασμένο. Η λίστα κρασιών προσεκτικά σχεδιασμένη, με επιλογές τόσο απ’ τον ελληνικό όσο και από τον διεθνή αμπελώνα, με αρκετά κρασιά απ’ όλο τον οινικό κόσμο, παλιό και νέο. Μας άρεσε η επιμέρους γεωγραφική διαίρεση του καταλόγου για τα ελληνικά κρασιά (πέραν δηλαδή της κλασικής λευκών – ροζέ – ερυρθών – αφρωδών και επιδόρπιων). Κυριαρχούν φυσικά οι εκπρόσωποι του γαλλικού και ιταλικού αμπελώνα. Επίσης υπάρχουν λίγες αλλά καλές επιλογές από ουίσκι, κονιάκ, τζίν, βότκα κλπ. Εμείς συνδυάσαμε το γεύμα μας μ’ έναν δυναμίτη από την Κοιλάδα του Μοζέλα: ένα Ρίσλινγκ του εμβληματικού οινοποιού Markus Molitor (το “Feinherb”). Αρκετά τυπικό της περιοχής, με έντονη ορυκτότητα στο στόμα, καλή οξύτητα που ισορροπεί από τα αζύμωτα ζάκχαρα και δίνει ένα αρκετά ντελικάτο και ισορροπημένο κρασί. Το οποίο μάλιστα στάθηκε επάξια με όλα σχεδόν τα πιάτα που δοκιμάσαμε, πέραν ίσως του αρνίσου λαιμού (κι εκεί δηλαδή δεν χάθηκε, απλώς δεν ήταν το ιδανικό ταίρι), παρόλο που, κατά την γνώμη μας, δεν ήταν επαρκώς παγωμένο. Για τα επιδόρπια ζητήσαμε την γνώμη του προσωπικού το οποίο μας σύστησε, απ’ τις επιλογές σε ποτήρι, το εξαιρετικό “G” της Οινοποιίας Βρυνιώτη απ’ την σπάνια ποικιλία Βραδιανό. Υπέροχο τριαντάφυλλο στη μύτη και το στόμα, με ανθικό χαρακτήρα και καλή οξύτητα που ισορρόπησε μια χαρά τόσο με την ναμελάκα λευκής σοκολάτας όσο και με το πειραγμένο… “μοχίτο” μας. Και ήρθε και στην σωστή θερμοκρασία και στο κατάλληλο ποτήρι.
Το σέρβις φιλικό, καλά ενημερωμένο και ανεπιτήδευτο (επιτέλους έχουν παρέλθει για τα καλά οι εποχές όπου στα καλά εστιατόρια έβλεπες ΜΟΝΟ ανθρώπους στημένους, άκαμπτους με μια ελαφρά ξινίλα και αυτό το αφ’υψηλού υφάκι επί παντώς του επιστητού). Πώς αλλιώς άλλωστε αφού και ο ίδιος ο Τσιοτίνης, αρκετά σοβαρός για να είναι σοβαροφανής , βγαίνει πολλές φορές στη σάλα, εξυπηρετώντας, ενημερώνοντας και, γιατί όχι, διασκεδάζοντας τους πελάτες με αυτό που πάνω από όλα διασκεδάζει τον ίδιο : να μαγειρεύει αυτά που αγαπά και να τα προσφέρει με ενθουσιασμό, σεβασμό και εκτίμηση στον κόσμο!
Ευχαριστούμε πολύ τον Αλέξανδρο Τσιοτίνη και όλη την ομάδα του CTC. Ανεξάρτητα από τους Σκούφους, τα βραβεία και τις διακρίσεις, που αναμφισβήτητα είναι πολλές, έχουν κερδίσει σίγουρα το βραβείο της καρδιάς μας!
Related Posts