Ὁ Καπετὰν Πασὰς μὲ τὴν ἀρμάδα κατέπλευσε καὶ ἄραξε, ἀνάμεσα στὸν Μέγαν Γιαλὸν κ᾿ εἰς τὸν Μικρὸν Γιαλόν. Καράβια ἐγέμισεν ὁ τόπος ὁ ὑγρός, ἐμαύρισεν ὅλ᾿ ἡ θάλασσα. […] Καὶ ὁ πρῶτος ποὺ ἐπεσκέφθη ἐπισήμως τὸν Καπετὰν Πασὰν ἐπὶ τῆς ναυαρχίδος ἧτον ὁ πρῶτος προεστὼς τοῦ χωρίου, ὁ Κουμπὴς Νικολάου, παλαιὸς γνώριμός του. Ὁ Κουμπὴς Νικολάου, μαῦρος, ρωμαλέος, ἐπιβλητικὸς μὲ τὸ τσιμπούκι, μὲ τὰς κεντητὰς μακρὰς χειρῖδας, καὶ μὲ τὰ τσόχινα πανωβράκια του, προήδρευε συνήθως εἰς τὸ Κιόσι, δίπλα στὴν Μεγάλην Στέρναν, κι ἀντικρὺ στὸ τζαμί· ἐκεῖ ἦτο εἷς Τοῦρκος τσαούσης, στὸ διπλανὸν κονάκι, διὰ τὸν τύπον ― ὅπου συνηθροίζοντο συνήθως οί προεστοί. Διελέγοντο, ἐσυμβουλεύοντο, κ᾿ ὑπερίσχυε συνήθως ἡ γνώμη τοῦ ζωηροτέρου, ὅστις εἶχεν ἑκάστοτε ἀρκετὸν σθένος, ὥστε νὰ πειθαναγκάζῃ τοὺς ἄλλους. Τὸ χάρισμα αὐτὸ τὸ εἶχεν εἰς μέγαν βαθμὸν ὁ Κουμπής. Μελαψός, στιβαρός, ἀπότομος, ἐνόει νὰ γίνεται ὅπως αὐτὸς ἤθελε. Καὶ ἐγίνετο σχεδὸν πάντοτε. Διότι, ἂν καὶ δὲν ἐδέχετο ὁ χαρακτήρ του τὴν κολακείαν, ἀλλ᾿ ἦτο ἁπλοῦς καὶ εὐθύτατος, ·καὶ‚ τὰ εἶχε καλὰ μὲ τοὺς Ἀγάδες.*
Το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών (Ε.Κ.Π.Α.) στο πλαίσιο του εορτασμού των 180 χρόνων λειτουργίας του παρουσίασε στο Παλαιό Πανεπιστήμιο (την γνωστή και ως Οικία Κλεάνθους στην Πλάκα) μια δραματοποιημένη εκδοχή του διηγήματος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Ο γάμος του Καραχμέτη» σε σκηνοθεσία της Όλιας Λαζαρίδου, με την συνεργασία του καραγκιοζοπαίχτη Άθω Δανέλλη και την συμμετοχή νέων ηθοποιών και φοιτητών του Τμήματος.
Το έργο: Η παράσταση βασίζεται στο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη “Ο Γάμος του Καραχμέτη” το οποίο δημοσιεύτηκε μετά θάνατον (1914). Η υπόθεση απλή: ο Νικόλαος Κουμπής, ένας από τους προεστούς κάποιου χωριού στην Σκιάθο επί Τουρκοκρατίας, με ισχυρές διασυνδέσεις με τις τουρκικές αρχές, μετά από δεκαπέντε χρόνια στείρου γάμου με την γυναίκά του Σεραϊνώ, φλέγεται από την επιθυμία να αποκτήσει παιδιά. Δεν θέλει όμως να τα κάνει με παλλακίδα φοβούμενος πώς “πόρνους και μοιχούς κρινεί ο Θεός”. Γι’ αυτό βάζει στο μάτι την νεαρή γειτονοπούλα και φίλη της γυναίκας τού Λελούδα, την απαγάγει και την παντρεύεται με συνοπτικές διαδικασίες πάνω στην ναυαρχίδα του τουρκικού στόλου που από μέρες έχει καταπλεύσει στο νησί. Ούτε λόγος φυσικά να το ανακοινώσει στην Σεραϊνώ η οποία, παραδόξως, όχι μόνο ανέχεται το τερτίπι του συζύγού της αλλά και γίνεται δεξί χέρι της νέας…Κουμπίνας και βοηθά και στην ανατροφή των παιδιών του ζευγαριού! Είναι τέτοια η αγάπη και η μεγαλοψυχία της που μετά τον θάνατό της μυροβολούν τα κόκκαλά της ως άνωθεν σημάδι της αγιοσύνής της…
Η σκηνοθεσία: Ως γνωστόν ο Παπαδιαμάντης δεν έγραψε θεατρικά έργα. Αντιθέτως μας άφησε πλήθος διηγημάτων, που είναι και το είδος που τον καθιέρωσε , 3 μυθιστορήματα και κάποιες νουβέλες. Ο “Γάμος του Καραχμέτη” είναι γραμμένος σε τριτοπρόσωπη αφήγηση και μάλιστα με ετεροδιηγηματικό αφηγητή (δεν συμμετέχει δηλαδή στην αφήγηση). Η Όλια Λαζαρίδου ενσωματώνει την φωνή του αφηγητή στην πρωταγωνίστριά της, την Ιφιγένεια Γρίβα – η οποία ενσαρκώνει επί σκηνής και τους 2 γυναικείους ρόλους, τοσο της Σεραϊνώς όσο και Λελούδας. Τον ρόλο του Κουμπή κρατάει ο Νίκος Χαλδαιάκης. Η Λαζαρίδου σεβάστηκε απόλυτα τόσο το κείμενο όσο και το ύφος του Παπαδιαμάντη, ισορροπώντας ανάμεσα στην λεπτή παπαδιαμαντική ειρωνία, την χαρμολύπη και την – πάντα έμμεση στον Σκιαθίτη- αποδοκιμασία των πράξεων του Κουμπή. Ξεκινά το έργο με μια προσθήκη: η εξωδιηγητική αφηγήτρια μπαίνει στη σκηνή και ξεκινά την αφήγησή της αναφερόμενη σε αναμνήσεις που έχει απ’ την γιαγιά της, μη μετέχουσα δηλαδή η ίδια στην ιστορία. Κι εκεί άρχεται η μαγεία: η εισαγωγή του διηγήματος ξεκινά με μια εκτεταμένη περιγραφή-θαλασσογραφία: “Ὁ Καπετὰν Πασὰς μὲ τὴν ἀρμάδα κατέπλευσε καὶ ἄραξε, ἀνάμεσα στὸν Μέγαν Γιαλὸν κ᾿ εἰς τὸν Μικρὸν Γιαλόν. Καράβια ἐγέμισεν ὁ τόπος ὁ ὑγρός, ἐμαύρισεν ὅλ᾿ ἡ θάλασσα. Ἄλλα ἔρριψαν ἄγκυραν ἀπὸ τὰ Λεχώνια, καὶ περὶ τὴν ἀκτὴν τοῦ Κουρούπη, κι ὣς τὰ νησιὰ τοῦ Καστριοῦ, τὰ λευκὰ καὶ πετρώδη πέραν, κι ἄλλα, τὰ μικρότερα σκάφη, ὡρμίσθησαν εἰς τὸν Ἁι-Σώστην, ἀκτήν, ὅπου ὁ τόπος ἦτο ἡμερώτερος, εἰς τὸ ἀπάγκειο, ὅπου ἦτο περισσοτέρα σκέπη καὶ νηνεμία· δὲν ἐφύσων μελτέμια τὰς ἡμέρας ἐκείνας, τέλη Ἰουνίου· ἦτο γαλήνη· ἀλλὰ καὶ ἂν ἔπαιρνε μελτέμι εἰς τὴν δυτικοβόρειον ἀκτὴν ἐκείνην, δὲν θὰ ἔπιανε καὶ πολύ. Ἦτο ὅλως ἀλίμενος, ὀνειρώδης τόπος, θεσπέσιον πέλαγος, τὸ κράτος τοῦ Βορρᾶ. Τὰ κύματα ἐδολιχοδρομοῦσαν, ὅλην τὴν ἡμέραν, ἀπὸ ὄρθρου βαθέος μέχρι δειλινοῦ ― εἰς ὅλην τὴν βόρειον Ἄσπρην θάλασσαν, ἀνάμεσα στὰ Μπογάζια καὶ τὸν Ὄλυμπον, τὸν Ἄθωνα καὶ τὸ Γριπονήσι, καὶ κοντὰ τὸ βράδυ μόλις ἔφθαναν εἰς τὸ τέρμα διὰ νὰ ξεσπάσουν καὶ ἀναπαυθοῦν στὸ Κάστρο τοῦ Βοριᾶ” Τί μαγικό κάνει η Λαζαρίδου; Βάζει την πρωταγωνίστριά της ν’ απλώσει σεντόνια, σε τεντωμένα σκοινιά και σε τρείς σειρές, και συνεχίζει ανάβοντας με σπίρτο τα φανάρια της σκηνής ενώ μας εισάγει στον μύθο. Σεντόνια – πανιά, φανάρια – φώτα επί των πλοίων – μεγαλειώδης σύλληψη & αναλογία κειμένου και σκηνικής απόδοσης. Από εδώ παίρνει μπρός η κύρια ιστορία. Με τα σεντόνια άλλοτε να γίνονται οι τοίχοι των δωματίων του Κουμπαίικου, άλλοτε θύρες σπιτιών του χωριού, άλλοτε πάλι σοκάκια του χωριού. Ευφάνταστη δε η σκηνοθετική λύση όπου η ντυμένη ως Λελούδα Γρίβα (με λευκό φόρεμα συνώνυμο της αγνότητας) στέκεται πίσω απ’ τα κρεμάμενα σεντόνια ώστε να ξεχωρίζει μόνο το κεφάλι της ενώ από το σχοινί, ακριβώς μπροστά της, στέκεται σε μια κρεμάστρα ένα μαύρο φόρεμα: να σου την η Σεραϊνώ! Αφήστε δε το άλλο όπου στην σκηνή που έχει πιάσει ο Κουμπής τον εφημέριο της κοντινής εκκλησίας για να τον εξαναγκάσει να ανέβει στην τουρκική φρεγάτα να τον παντρέψει με την Λελούδα (Ὁ Κουμπὴς ἐν τῷ μεταξὺ εἶχεν ὑπάγει πρὸς συνάντησιν τοῦ παπα-Σταμέλου, ἐνορίτου του, ἐφημερεύοντος εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, καὶ τοῦ εἶπε: ― Τὸ βράδυ-βράδυ, νὰ πάρῃς τὸ πετραχήλι σου, καὶ τὸ ἁγιασματάρι· θὰ πᾶμε μαζί, γιὰ νὰ ψάλῃς ἁγιασμὸ στὴ φεργάδα.) παριστάνεται με δυο φιγούρες θεάτρου σκιών με το σεντόνι αυτή τη φορά να παίζει τον ρόλο του πανιού… Γενικώς απογειωτική η σκηνοθεσία.
Η παράσταση: Την παράσταση ντύνουν μουσικά τόσο οι πρωταγωνιστές όσο και οι φοιτητές και νέοι θεατρολόγοι του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ (Μάριος Αρνιώτης, Θοδωρής Βιδάκης, Μάνος Δαμασκηνός, Παρασκευή Λυπημένου, Κατερίνα Μιχαλάκη, Λίνα Σταυροπούλου). Ωραίες, μελωδικές φωνές και επιλογές τραγουδιών που αφήνουν μια πατίνα γλυκιάς μελαγχολίας στο έργο. Οι φωτισμοί μαγικοί – άλλοτε κρατώντας έναν φακό στο χέρι, άλλοτε προβάλλοντας μια δέσμη φωτός (πάλι με χειροκίνητο φακό) πίσω από τα δέντρα του προαυλίου χώρου του Μουσείου του ΕΚΠΑ, παίζει ο Θωμάς Οικονομάκος έντονα με τις σκιάσεις. Τα σκηνικά (δημιουργία της ομάδας της παράστασης τη βοηθεία της Δάφνης Ρόκου και της Μαρίας Χανιωτάκη) λιτά και σε πλήρη αρμονία με το ύφος του έργου. Όπως και τα κουστούμια. Μετά το τέλος της κυρίως παράστασης ακολούθεισε η (φανταστική) θεματικά συνέχεια του έργου, από ‘κει που το αφήνει ο Παπαδιαμάντης, βασισμένη στο δραμάτιο του Ιωσήφ Βιβιλάκη για θέατρο σκιών με τίτλο “Ο Καραγκιόζης νεκροθάπτης”. Οι καταπληκτικοί καραγκιοζοπαίχτες Άθως Διανέλλης και Νικόλας Τζιβελέκης σκόρπισαν γέλιο με τις προσπάθειες του Καραγκιόζη (και όλων των γνωστών χαρακτήρων: Νιόνιος, Χατζηαβάτης, Μπαρμπά-Γιώργος, Μορφονιός και δεν συμμαζεύεται) να ξεθάψει την σορό της από καιρό θανούσας Σεραϊνώς.
Οι ερμηνείες: γλυκιά, σαν βγαλμένη κατευθείαν από το διήγημα του Παπαδιαμάντη, στιβαρή και με την ανάλογη σοβαρότητα η Ιφιγένεια Γρίβα. Αντιμετώπισε όλους τους ρόλους με την ίδια επιτυχία – άλλοτε σαν ηλικιωμένη, ελαφρώς πικραμένη αλλά με κατανόηση Σεραϊνώ, άλλοτε σαν φοβισμένη έφηβη Λελούδα που υποτάσσεται στην θέληση του Κουμπή. Πολύ καλή άρθρωση και σκηνική παρουσία. Νομίζω ότι αν έβλεπε από κάπου ο κυρ-Αλέκος θα καμάρωνε με περηφάνεια τις χάρτινες “κόρες” του στο σανίδι. Εξίσου καλός ο Νίκος Χαλδαιάκης, με ύφος και στήσιμο στιβαρό, με τόνο ελαφρά ειρωνικό, ενσωματώνοντας στο παίξιμό του την Παπαδιαμαντική ειρωνία – αφού κάποιες στιγμές ο Κουμπής τού είναι καρικατούρα του προεστού που τρέμουν όλοι οι ντόπιοι.
Με δυό λόγια: στιβαρή, συγκινητική, καλοδομημένη παράσταση. Πολύ καλή δουλειά απ’ όλους. Συγχαρητήρια στην Όλια Λαζαρίδου για την έμπνευσή της καθώς και σε όλη την ομάδα της παράστασης. Η επιλογή δε του κτηρίου του πρώτου Πανεπιστημιού Αθηνών ήταν το κερασάκι στην τούρτα – και γιατί στις υπώρειες της Ακρόπολης επιτείνεται η μαγεία αλλά και γιατί ο χώρος ήταν ιδανικός για αυτό το έργο και δεν διαλέχτηκε στην τύχη. Αν δεν γνωρίζετε για το κτήριο αυτό ρίξτε ένα βλέφαρο εδώ. Μαθαίνουμε δε ότι θα επαναληφθεί η παράσταση τον Σεπτέμβρη, οπότε σπεύσατε. Εμείς πάντως θα το ξαναδούμε!
*Το κείμενο είναι αναπαραγωγή της κριτικής έκδοσης του Δόμου (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, “Άπαντα”, τόμος Δ’, Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, 1985, Αθήνα: ΔΟΜΟΣ) όπως αναπαράγεται στον επίσημο ιστότοπο της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών: https://goo.gl/b2gc3q
** Όλες οι φωτογραφίες του κειμένου έχουν αντληθεί απ’ την επίσημη σελίδα της παράστασης στο facebook.
Related Posts