Σάββατο απόγευμα, αρχές Άνοιξης . Η μέρα έχει μεγαλώσει: πολύ νωρίς για βραδινή βόλτα, πολύ αργά για καφέ στον ήλιο. Απ’ την άλλη η όμορφη, γλυκιά μέρα που φεύγει σιγά – σιγά σε τραβάει απ΄ το μανίκι: “έι, εσύ, μην βιαστείς να κλειστείς ακόμα μέσα”! “Οκ – μιά βόλτα ακόμα και μετά κάτι χαλαρό σπίτι..” σκέφτεσαι. “Ναι αλλά πού; Πλάκα – Θησείο – Μοναστηράκι σε λίγο θα πλημμυρίσουν από κόσμο και δεν θέλω να χάσω την αύρα της πλανεύτρας Ακρόπολης σήμερα” – μονολογείς…
“Μμμ δεν τραβάω προς Κουκάκι και όπου με βγάλει;” – ανερρίφθω κύβος! Και που λες, αγαπητέ αναγνώστη, τα πόδια με φέρνουν στο αποκαλούμενο και “μικρό Παρίσι της Αθήνας” – άλλη μανία και τούτη να βλέπουμε σ΄όλα τα μέρη τον διάσημο μεγάλο αδερφό τους, τον κοσμοπολίτη, που δίνει τάχα περισσότερο κύρος – ευχαριστώ δεν θα πάρω. Παρόλα αυτά οφείλω να παραδεχτώ ότι πολύ γρήγορα δάγκωσα τη γλώσσά μου: η αρχιτεκτονική, το χρώμα, ο αέρας της περιοχής σίγουρα δεν παραπέμπουν στην τυπική εικόνα της πρωτεύουσας και αυτομάτως έρχονται στο μυαλό – πονηρές – σκέψεις σύγκρισης με κάποιες άλλες, πόλεις, κάπου αλλού… Σημειώστε δε ότι έχει και δικό του διαδικτυακό οδηγό: http://koukaki.gr/!
Και εξηγούμαι: κατηφορίζοντας τη Μακρυγιάννη (στο πλάι του Μουσείου της Ακρόπολης ντε), πιάνω την Βεϊκου και συνεχίζω μέχρι το ύψος της Νότη Μπότσαρη. Περνάω όμορφα καφέ, γουστόζικα φαγάδικα και συνοικιακά μαγαζάκια: παρά τα δυο βήματα απ΄την Συγγρού ο θόρυβος της φαίνεται πολύ μακρινός. Επίσης η αίσθηση της γειτονιάς – με μαγαζιά στέκια – είναι έντονη. Σίγουρα είμαι δυο βήματα απ’ το κέντρο της Αθήνας; Ανηφορίζω την Ν. Μπότσαρη, ξαναπιάνω την Βεΐκου και κατευθύνομαι προς το κέντρο πάλι. Γωνία με Ερεχθείου τραβούν το βλέμμα μου οι πυκνόφυλλες νερατζιές στα πεζοδρόμια και – σαφώς – μου κλείνει το μάτι ο Ιερός Βράχος: βήμα προς τα πάνω λοιπόν μέχρι που πέφτω στην Τσάμη Καρατάσου. Κι εδώ ξεκινά η μεγαλύτερη έκπληξη.
Παλιά αρχοντικά, διώροφα, με κεραμοσκεπές, με μπαλκόνια όλο αρχοντιά στητά‧ άλλα με σοβάδες πεσμένους, άλλα πιο στιβαρά με το ξεθώριασμα της πατίνας του χρόνου. Πιο κάτω νέες κατασκευές – μίνιμαλ γραμμές, μεγάλα παράθυρα. Παντού παστέλ χρώματα, όλες οι αποχρώσεις: τονικά, άτονα, ξεθωριασμένα, φρεσκοβαμμένα όπως και να χει όμως σε αρμονία με το τοπίο. Στις υπώρειες του λόφου του Φιλοπάππου, μία από τις ελάχιστες οάσεις πρασίνου της πρωτεύουσας. Πιο πέρα μισογκρεμισμένα σπίτια, ερειπωμένα απομεινάρια ενός (ένδοξότερου;) παρελθόντος: σκελετοί παραθύρων χάσκουν κενοί, δημιουργώντας φωτογραφικούς καμβάδες. Θέμα τους; χαλάσματα, αγριολούλουδα, χορτάρια που φύτρωσαν ανάμεσα σε πέτρες, κοπράκια αραχτά σε πεσμένα δοκάρια ν’ απολαμβάνουν τη μελωδία σπουργιτιών και ο ουρανός να συμπληρώνει το καδράρισμα, ελλείψει σκεπής.
Σπασμένα τζάμια, υπέρθυρα, ακροκέραμα και πόρτες: αυλόπορτες, εξώπορτες, μπαλκονόπορτες. Πολλές, διαφορετικές, σιδερένιες, ξύλινες, φρεσκοβαμμένες, ξεφτισμένες, με τζαμαρία, με σκαλιστές λεπτομέρειες, με ρόπτρα, με περίτεχνα πόμολα.
Λίγο πιο πέρα το βλέμμα κολλάει: δυο παλιοί σκαραβαίοι, παστέλ χρώμα, παρκαρισμένοι ο ένας πίσω απ’ τον άλλον έξω από ερειπωμένο διώροφο•ξύλινα κουφώματα‧ στο μπαλκόνι γλάστρες με αναρριχώμενα• ένας κότσυφας τιτιβίζει μελωδικά ακουμπισμένος στο ακροκέραμο της σκεπήςμια ελιά στο πεζοδρόμιο συμπληρώνει το σκηνικό. Ψάχνεις να βρεις ποιός γυρνάει ταινία‧ κανείς! Μονολογείς “μήπως τελικά είναι εφικτά τα ταξίδια στο χρόνο;” – το σκηνικό λες παγωμένο εδω και κάποιες δεκαετίες.
Συνεχίζω την περιπλάνηση μαγεμένος. Μια γάτα ποζάρει πίσω απ’ το τζάμι ενός παραθύρου, με μισοτραβηγμένη την κουρτίνα – σηκώνω την μηχανή στο κάδρο μου το οδόσημο: “Φιλοπάππου”.
Έχω φτάσει ήδη στον περιφερειακό δρόμο που κυκλώνει τον πράσινο λόφο ενώ στο μεταξύ σουρουπώνει. Ένα-δυο σπίτια πιο κάτω η μαγεία ολοκληρώνεται: θέα που κόβει την ανάσα, το βλέμμα απλώνεται νωχελικά μέχρι τον Πειραιά και ακόμα πιο πέρα, πιάνει θάλασσα. Τα ζεστά χρώματα του ουρανού πλημμυρίζουν τον ορίζοντα και βάφουν την θάλασσα μαβί καθώς ο ήλιος “βουτάει” μέσα της στο καθιερωμένο του ραντεβού. Σε κάποια μπαλκόνια έχουν βγεί οι πρώτες καρέκλες: παρέες συνοδεία καφέ ή κρασιού απολαμβάνουν το ηλιοβασίλεμα‧ το ίδιο κ’ εγώ. Χωρίς ποτήρι• χωρίς καρέκλα• με εξίσου ταξιδιάρικο βλέμμα όμως. Ξάφνου μυρίζει καλοκαίρι – μια γλυκιά αύρα διαχέεται. Σηκώνω πάλι τον φακό μου και πιάνω τον εαυτό μου να φωτογραφίζει το ηλιοβασίλεμα με την ίδια προσμονή όπως τα καλοκαιρινά απογεύματα…
Ένα είναι σίγουρο: θα επανέλθω στο Κουκάκι – για να γευτώ, να φωτογραφίσω, να χαζέψω, να ταξιδέψω…
Related Posts